- κωλικοῦ
- κωλικοῦκωλικόςsuffering in the colon: masc /neut gen sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
κωλικοῦ — κωλικός suffering in the colon masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… … Dictionary of Greek